- μπουμπουνίζει
- αμετ. απρόσ. гремит гром
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπουμπουνίζει — (ως απρόσ.) Σημειώσεις: μπουμπουνίζει : σπάνια ως προσωπικό, π.χ. Τι θα πει «πανεπιστήμιο», που μας μπουμπουνίζουνε τώρα κάθε τόσο πως άνοιξε εδώ ή εκεί; (Κοιτάσμ. σελ. 145) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπουμπουνίζει — απρόσ., βροντάει: Κάθε φορά που μπουμπουνίζει κρύβεται κάτω από τα σκεπάσματα γιατί τρομάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουμπουνίζω — 1. (ως απρόσ.) μπουμπουνίζει βροντά, ακούγονται μπουμπουνητά 2. μτφ. αποτυχαίνω σε εξετάσεις, διαγωνισμό κ.λπ. 3. φρ. «τά μπουμπούνησα και έφυγα» τά παράτησα, εγκατέλειψα διαμιάς κάτι ή κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που ανάγεται σε ονοματοποιία] … Dictionary of Greek